φιλοσπῆλυγξ

φιλοσπῆλυγξ
φῐλο-σπῆλυγξ, υγγος, , ,
A fond of grottoes, AP11.194 (Lucill.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοσπήλυγξ — ήλυγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να μένει σε σπήλαιο («Πανὶ φιλοσπήλυγγι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπήλυγξ «σπήλαιο»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοσπήλυγγι — φιλοσπή̱λυγγι , φιλοσπῆλυγξ fond of grottoes masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”